Dictionary of Greek. 2013.
γαλατόπετρα — και γαλαχτόπετρα και γαλόπετρα μικρή πέτρα από γαλακτίτη την οποία κρεμούσαν στον λαιμό τής λεχώνας για να κατεβάσει γάλα … Dictionary of Greek